χτένισμα

χτένισμα
τό
1) расчесывание; причёсывание;

θέλουν χτένισμα τα μαλλιά σου — тебе нужно причесаться;

2) перен. приглаживание, отделка, отшлифовка (стиля произведения и т. п.);

δίνω το τελευταίο χτένισμα σε ... — окончательно отделать (что-л.); — навести последний лоск (на что-л.);

4) воен. прочёсывание (местности)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "χτένισμα" в других словарях:

  • χτένισμα — το, ατος 1. η πράξη του χτενίζω: Θέλουν χτένισμα τα μαλλιά σου. 2. τρόπος κατά τον οποίο τακτοποιείται η κόμη: Αυτό είναι βραδινό χτένισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χτένισμα — και κτένισμα, το / κτένισμα, ΝΜ [χτενίζω / κτενίζω] η τακτοποίηση και περιποίηση τών μαλλιών με χτένα νεοελλ. 1. ο τρόπος διευθέτησης τών μαλλιών, η κόμμωση 2. μτφ. ευτρεπισμός κειμένου …   Dictionary of Greek

  • κόμμωση — Καλλωπιστικό χτένισμα του κεφαλιού. Η ποικιλία των κ. οφείλεται –εκτός από τη διαφορά των φύλων– σε πολλούς παράγοντες, σημαντικότερος από τους οποίους είναι ο πολιτιστικός. Ιστορία. Ακριβείς μαρτυρίες για τις παλαιότερες εποχές μάς προσφέρουν τα …   Dictionary of Greek

  • μαλλί — Κοινή ονομασία για το έριο, υφαντική ίνα η οποία λαμβάνεται κυρίως από το τρίχωμα του προβάτου, αλλά και άλλων μηρυκαστικών θηλαστικών όπως το μ. αλπακά, βικούνιας, λάμας, καμήλας, καθώς και το μ. μοχέρ (από την capra angorensis) και κασμίρ (από… …   Dictionary of Greek

  • βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… …   Dictionary of Greek

  • δίχτυ — και δίκτυ και δίκτυο και δίχτυο (AM δίκτυον Μ και δίκτυ και δίκτυν) 1. πλέγμα από νήματα ή μετάλλινα σύρματα, τα οποία διασταυρώνονται και αφήνουν τρύπες, βροχίδες, χρήσιμα για τη σύλληψη ψαριών, πουλιών, ζώων 2. οποιοδήποτε δικτυωτό πλέγμα για… …   Dictionary of Greek

  • ιδιότροπος — η, ο (ΑΜ ἰδιότροπος, ον) 1. αυτός που ζει, σκέπτεται και ενεργεί διαφορετικά από τους άλλους, ο ιδιόρρυθμος (α. «ιδιότροπος άνθρωπος» β. «ἰδιότροπος φύσις», Διόδ.) 2. ο ασυνήθιστος («ιδιότροπο χτένισμα») νεοελλ. δύστροπος, κακότροπος, στρυφνός.… …   Dictionary of Greek

  • κατακτενισμός — κατακτενισμός, ὁ (Α) [κατακτενίζω] προσεκτικό χτένισμα …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • κτένισμα — το (Μ κτένισμα) βλ. χτένισμα …   Dictionary of Greek

  • κτενισμός — κτενισμός, ὁ (Α) [κτενίζω] το χτένισμα, η κόμμωση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»